- ἄναστρος
- ἄναστρος, ον,A carrying no planet, σφαῖρα Tl.phr.Fr.31,32, cf. Eratosth.Cat.22; without σφαῖρα, Jul.Or.4.148a; starless, νύξ ib. 153c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄναστρος — carrying no planet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναστρος — η, ο (Α ἄναστρος, ον) ο χωρίς άστρα … Dictionary of Greek
άναστρος — η, ο ο χωρίς αστέρια: Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, άναστρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄναστρον — ἄναστρος carrying no planet masc/fem acc sg ἄναστρος carrying no planet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστροις — ἄναστρος carrying no planet masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστρου — ἄναστρος carrying no planet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστρους — ἄναστρος carrying no planet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάστρῳ — ἄναστρος carrying no planet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
ανάστερος — η, ο άναστρος, χωρίς άστρα «ανάστερη νύχτα» … Dictionary of Greek
ԱՆԱՍՏՂ — ( ) NBH 1 0112 Chronological Sequence: 6c, 14c ԱՆԱՍՏՂ ԵՐԿԻՆ կամ ԳՕՏԻ. ἅναστρος σφαῖρα Վերին երկինք անդր քան զաստեղս. Սահմ. յռջբ: *Գօտի մի պարզ շրջագայութեանն՝ որ է անաստղ. Ոսկիփոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)